- εἴπει
- εἶπονsaidaor subj act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АРХЭ — • Άρχή, αρχειν, αρχων, άρχοντες, 1. при замене монархического образа правления республиканским атрибуты царской власти перешли к той власти, которая в государстве сделалась верховной, т. е. или к совокупности целого народа, или, в … Реальный словарь классических древностей
καλοκουβεντιάζω — 1. μιλώ με σαφήνεια, κουβεντιάζω σοβαρά 2. μπαίνω στο κύριο θέμα τής συνομιλίας («όσο να ειπεί, να καλοκουβεντιάσει», δημ. τραγ.) 3. μιλώ με συμβιβαστικό τόνο, αποφεύγω λέξεις και εκφράσεις που είναι δυνατόν να εξοργίσουν κάποιον 4. παροιμ. «όσο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
προσκέφαλο — προσκέφαλο, το και προσκεφάλι, το το μαξιλάρι: Η κόρη σου πόψε το παραμύθι θα μου ειπεί το τσιγγάνικο πα στο προσκέφαλό μου (Βάρναλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)